- περίστεπτος
- περίστεπτος, ον,A crowned, wreathed,
ταινίαις Emp.112.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταινίαις Emp.112.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίστεπτος — crowned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστεπτος — ον, Α [περιστέφω] περιστεφανωμένος … Dictionary of Greek